- στυλιστικός
- και στιλιστικός, -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στυλ2. το θηλ. ως ουσ. η στυλιστικήη υφολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stylistic (βλ. και λ. στυλ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
στιλιστικός — ή, ό, Ν βλ. στυλιστικός … Dictionary of Greek